- μολύνω
- (ΑΜ μολύνω)1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.)2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ)3. (για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω, μαγαρίζω, μιαίνωνεοελλ.μεταδίδω ή εναποθέτω παθογόνα μικρόβια σε ζωντανό οργανισμόμσν.1. (ως συνέπεια ερωτικής επαφής) μιαίνω2. (για την ψυχή) αμαρτάνω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεμολυσμένος, -η, -οναμαρτωλόςμσν.-αρχ.διαφθείρω, ντροπιάζω, ατιμάζω («τὸν ἄνηβον ἐν ἄνθεσι παῑδα μολύνε», Θεόκρ.)αρχ.1. πασπαλίζω2. μεταβάλλω σε κτήνη («Κίρκην... μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους» Αριστοφ.)3. κηλιδώνω με χρωστική ύλη («ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν, καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι», ΠΔ)4. (για κακό ύφος λόγου) ενοχλώ, δυσαρεστώ («ἡμᾱς μολύνων οὐδέν τι ἀναπαύεται ὁ Μένανδρος», Φρύνιχ.)5. μωλύω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μολύνω πιθ. < *μαλύνω, που εμφανίζει την μηδενισμένη βαθμίδα *ml- τής ΙΕ ρίζας *mel- «ονομασίες χρωμάτων με σκούρους, θαμπούς τόνους -βρόμα- λερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mala, malavant- «ρυπαρός», λιθουαν. mulve «βόρβορος, λάσπη» και ελλ. μέλας, μίλτος, μώλωψ). Η λ. μολύνω εμφανίζει επίθημα -ύνω (πρβλ. αισχ-ύνω) και συνδέεται με το Μολόεις (ονομ. βοιωτικού ποταμού), που προήλθε πιθ., όπως και το μολύνω, από *μόλος, οπότε η σημ. τού ποταμού θα ήταν «ο ρυπαρός».ΠΑΡ. μόλυνση, μόλυσμααρχ.μολυρόναρχ.-μσν.μολυσμόςμσν.μολυντόςνεοελλ.μολυντήρι, μολυντικός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) καταμολύνωαρχ.αναμολύνω, διαμολύνω, εκμολύνω, εμμολύνω, επιμολύνω, παραμολύνω, παρεπιμολύνω, συμμολύνω].
Dictionary of Greek. 2013.